- αιτιώδης
- (-ους), -ες (Α αἰτιώδης) [αἰτία]αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιοςνεοελλ.φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητααρχ.1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο φαινομενικά, ο δήθεν αίτιος2. αιτιολογικός3. «αἰτιώδης πρότασις», η πρόταση που εισάγεται με το διότι και εκφράζει αίτιο, δίνει μιαν αιτιολογία.
Dictionary of Greek. 2013.